Η δεκαπεντάχρονη Ελένη Ευαγγέλου από την Πάφο, βιάζεται από τον ίδιο της τον πατέρα, με τη συγκατάθεση της μητέρας της. Την επομένη βρίσκεται εγκαταλειμμένη στους δρόμους και καταλήγει στη γνωστή Πλατεία Ηρώων, στη Λεμεσό. Η μόνη διέξοδος για να ζήσει είναι η πορνεία. Η ζωή που ξετυλίγεται μπροστά στη δεκαπεντάχρονη μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Πατρόνες, νταβατζήδες, εκμετάλλευση, δύο αποτυχημένοι έρωτες, μία έκτρωση. Η ζωή της ένας φαύλος κύκλος, που δεν μπορεί να την οδηγήσει πουθενά. Κοινωνικά καταδικασμένη, είναι αδύνατο να βγει απ την κόλαση. Στην τραγωδία της Ελένης, δεν υπάρχει κάθαρση. Σήμερα, για να ζήσει, πουλά λουλούδια, ενώ ζει μόνη και αβοήθητη.
«Υπάρχουν δύο ειδών πόρνες, έλεγε η πουτάνα η Ελένη. Οι πόρνες στο σώμα και οι πόρνες στην ψυχή. Το δεύτερο είδος είναι το χειρότερο. Γιατί αυτές είναι που μπορούνε να σου κάνουν το μεγαλύτερο κακό.
Το σώμα μου το βρώμισα. Την ψυχή μου ποτέ. Κυλίστηκα στην πιο βαθιά κόλαση της σάρκας, αλλά η ψυχή μου ήταν έξω πέρα απ αυτήν τη βρωμιά και την κατρακύλα.
Πέρασαν πολλοί άντρες από το κορμί μου. Έβγαζαν απάνω του όλα τους τ απωθημένα. Πολλές φορές νόμιζα πως θα το ξεσκίζαν. Με τόση βία και πάθος μ έπαιρναν. Και γινόμουν παιχνιδάκι στα χέρια τους που με πασάρανε σαν μπάλα ο ένας στον άλλο χωρίς συμπόνια, οίκτο, έλεος.
Περνούσα χιλιάδες φορές από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη που με ρούφαγε και με ξέρναγε σε χέρια χυδαία κι ανελέητα. Και κάθε φορά που ένας άντρας σηκωνόταν από πάνω μου, ένιωθα κι ένα μέρος της ψυχής μου να νεκρώνεται. Τόσο, που έφτασα στο σημείο ν αναρωτιέμαι: Μου έχει μείνει άραγε καθόλου ψυχή ή έχει πεθάνει; Θεέ μου, που είναι η ψυχή μου: Θέλω πίσω την ψυχή μου. Δεν είναι κανείς για να μ ακούσει;»
Από τον εκδότη